μπαξές

μπαξές
και μπαχτσές και μπαχτσιάς, ο
1. κήπος, περιβόλι
2. φρ. α) «έχει καρδιά μπαξέ» — είναι εύθυμος και καλοκάγαθος άνθρωπος
β) «απ' όλα έχει ο μπαξές» — υπάρχει επάρκεια ή και αφθονία τών απαραίτητων αγαθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bahce].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπαξές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.), κήπος, περιβόλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπαχτσές — ο (Μ μπαχτσές) βλ. μπαξές …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • κήπος — ο 1. περιβόλι, μπαξές: Έχει ωραίο κήπο. 2. «ζωολογικός κήπος», ο κήπος που περιλαμβάνει ειδικές εγκαταστάσεις για άγρια ή σπάνια ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”