- μπαξές
- και μπαχτσές και μπαχτσιάς, ο1. κήπος, περιβόλι2. φρ. α) «έχει καρδιά μπαξέ» — είναι εύθυμος και καλοκάγαθος άνθρωποςβ) «απ' όλα έχει ο μπαξές» — υπάρχει επάρκεια ή και αφθονία τών απαραίτητων αγαθών.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bahce].
Dictionary of Greek. 2013.